Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Πένθος και παιδί: Αντιμετωπίζοντας την απώλεια μέσα στην οικογένεια...

Της Έλενας Νταβλαμάνου*



Είναι γεγονός ότι θέματα και ερωτήματα, σχετικά...
με το πένθος, την απώλεια και το θάνατο ταλανίζουν περισσότερο τους ενήλικες, καθώς δυσκολεύονται να τα συζητήσουν ανοιχτά με τα παιδιά. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι κάθε είδους απώλεια, όπως ο θάνατος, αποτελεί καθημερινό φαινόμενο, είναι άμεσα συνυφασμένη με τη ζωή, και ως εκ τούτου, είναι μία αναπόφευκτη πραγματικότητα.
Το άγχος της απώλειας των αγαπημένων μας προσώπων είναι από τις πρώτες αγωνίες που κυριαρχούν μέσα μας. Ένας κοντινός στο περιβάλλον θάνατος, μας θυμίζει το πόσο ευάλωτοι μπορούμε να είμαστε και αναδεικνύει εκ νέου τους φόβους μας. Τα παιδιά έρχονται σε επαφή με το θάνατο από πολύ νωρίς, καθώς βλέπουν νεκρά έντομα, πουλιά, ακόμα και ζώα σκοτωμένα στο δρόμο. Ακούν για το θάνατο από τις ειδήσεις στην τηλεόραση, στα κινούμενα σχέδια, στα παραμύθια.
Το πώς και το πότε θα μιλήσουμε στα παιδιά για το θάνατο εξαρτάται από την ηλικία τους και τις υπάρχουσες εμπειρίες τους καθώς επίσης και από τις δικές μας εμπειρίες, πεποιθήσεις και συναισθήματα. Πιο εύκολα θα μιλήσουμε για ένα ουδέτερο θάνατο με αφορμή μια είδηση στην τηλεόραση, παρά από μια συναισθηματικά φορτισμένη απώλεια ενός αγαπημένου μας προσώπου. Είναι σημαντικό να αρχίσουμε να συζητούμε με τα παιδιά μας για το θάνατο από πολύ νωρίς, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με περιστατικά θανάτου στην καθημερινότητα, προτού συμβεί ένας κοντινός για το παιδί θάνατος.
Κάθε παιδί αντιδρά διαφορετικά, ανάλογα με το αναπτυξιακό του στάδιο, την ψυχοσυναισθηματική του ωριμότητα, τη σχέση που διατηρούσε με το άτομο που πέθανε, αλλά και τους χειρισμούς των γονέων του. Συγκεκριμένα, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας αντιλαμβάνονται το θάνατο ως απουσία, αλλά δεν κατανοούν ότι ο θάνατος είναι οριστικός. Πιστεύουν ότι αυτός που πέθανε θα επιστρέψει και ότι εξακολουθεί να ζει, να σκέφτεται και να αισθάνεται εκεί που βρίσκεται. Τα παιδιά σχολικής ηλικίας κατανοούν ότι ο θάνατος είναι μη αναστρέψιμος, αλλά θεωρούν ότι συμβαίνει μόνο στους άλλους. Οι έφηβοι έχουν κατανοήσει πλέον την έννοια του θανάτου και αντιλαμβάνονται μεταφυσικές και συμβολικές ερμηνείες του.

 Αν και δεν υπάρχουν προκαθορισμένα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει κανείς για να μιλήσει για το θάνατο σε ένα παιδί, είναι σημαντικό να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον υποστήριξης και κατανόησης, όπου όλες οι ερωτήσεις του παιδιού θα απαντηθούν με σεβασμό και χωρίς επίκριση. Τι θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ως ενήλικες όταν κληθούμε να μιλήσουμε στο παιδί για ένα τέτοιο ζήτημα;

Συζητώντας με τα παιδιά για το θάνατο, θα καταλάβουμε τι ξέρουν και τι δεν ξέρουν, τις ανησυχίες, τους φόβους τους και πιθανόν τις λανθασμένες αντιλήψεις τους. Εξηγώντας τους, μπορούμε να τα βοηθήσουμε να κατανοήσουν και να ανακουφιστούν. Παιδικά βιβλία και ιστοριούλες που αφορούν ασθένεια ή απώλεια αγαπημένων προσώπων είναι επίσης χρήσιμα, για να βοηθήσουμε τα μικρά παιδιά να αναγνωρίσουν τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών και παράλληλα τα δικά τους. Καλό είναι να δίνουμε απλές και σύντομες εξηγήσεις, για να μη δημιουργηθούν συγχύσεις. Βοηθούν ιδιαίτερα τα απλά και χειροπιαστά παραδείγματα, όπως π.χ., όταν πεθάνει ο σκύλος δε γαβγίζει, δεν τρώει, δεν πονά και δεν αναπνέει.
Τα παιδιά χρειάζονται χρόνο, για να καταλάβουν και να γενικεύσουν την αντίληψή τους και πιθανόν να μας ρωτήσουν πολλές φορές το ίδιο. Οι ερωτήσεις σοκ όπως «Εσύ πότε θα πεθάνεις μαμά;» είναι πολύ συνηθισμένες. Το παιδί μπορεί να μην κατανοεί τη μονιμότητα του θανάτου, αλλά να φοβάται ότι οι γονείς θα το εγκαταλείψουν, ότι κανείς δε θα το φροντίζει και δε θα το αγαπά. Χρειάζεται την επιβεβαίωσή μας ότι δε θα πεθάνουμε σύντομα, ότι θα το φροντίζουμε όσα χρόνια θα μας χρειάζεται, ότι έχει επίσης πολλούς άλλους που το αγαπούν και θα το φροντίζουν, αν μας συμβεί κάτι.
Τα παιδιά δημιουργούν λανθασμένες εικόνες, όταν χρησιμοποιούμε τις λέξεις «κοιμήθηκε», «ξεκουράζεται», «έφυγε», αφού το γεγονός ότι η γιαγιά λόγου χάρη δεν ξυπνά πλέον ή δεν έρχεται σπίτι θα το κάνει να φοβάται να πάει να κοιμηθεί, μήπως και πεθάνει το ίδιο ή δε θα αφήνει ενδεχομένως κανένα να φύγει από το σπίτι.
Μια γενίκευση του τύπου «πέθανε, επειδή γέρασε» θα αγχώσει το παιδί, όταν ανακαλύψει ότι πεθαίνουν και μικρά παιδιά. Είναι καλύτερα να πούμε «κάποιοι άνθρωποι ζουν πολλά χρόνια, πριν πεθάνουν, ενώ άλλοι λιγότερα. Πιστεύω ότι εμείς θα ζήσουμε πολλά».
Η θρησκεία μπορεί να είναι κύριο μέτρο ανακούφισης στο θέμα του θανάτου για τους ενήλικες αλλά όχι απαραίτητα για τα μικρά παιδιά. Εάν δε γνωρίζουν πολλά για τη θρησκεία, οι δηλώσεις του τύπου «ήταν θέλημα Θεού», «ο αδελφός σου είναι με τους αγγέλους», και σε άλλη περίπτωση «τον τιμώρησε ο Θεός» μπορεί να του προκαλέσουν μεγάλο φόβο ότι μπορεί ο Θεός να πάρει και αυτό. Επίσης, δημιουργείται σύγχυση, όταν τους λέμε ότι το παιδάκι πέθανε, αλλά χαίρεται δίπλα στο Θεό, ενώ όλοι γύρω κλαίνε απαρηγόρητα. Όποιες και να είναι οι πεποιθήσεις μας χρειάζεται να ξέρει το παιδί ότι στο θάνατο εξυπακούεται απώλεια και ότι η στεναχώρια και το πένθος που νιώθουμε είναι φυσιολογικά.
Οφείλουμε να επιλέγουμε με προσοχή τα λόγια μας. Εάν πούμε ότι η γιαγιά είναι καλά γιατί είναι τώρα στον ουρανό ή ο Θεός την αγαπούσε πολύ γι’ αυτό την πήρε κοντά του, το παιδί θα μπερδευτεί πάρα πολύ αντί να παρηγορηθεί. Για παράδειγμα θα σκεφτεί: «πώς η γιαγιά είναι καλύτερα στον ουρανό και όλοι οι άλλοι γύρω μου είναι στενοχωρημένοι; Ή αν είμαι καλό παιδί και με αγαπά ο Θεός θα με πάρει κοντά του; Ή μήπως πρέπει να είμαι κακό παιδί για να μείνω με τη μαμά και τον μπαμπά;» Να είμαστε προετοιμασμένοι για ποικίλες αντιδράσεις. Τα παιδιά μπορεί να νοιώσουν εκτός από θλίψη για το χαμό ενός αγαπημένου προσώπου, θυμό ή ενοχή. Ακόμη να θυμώσουν μαζί μας ή με τους γιατρούς. Το παιδί μπορεί να ξεσπάσει σε γκρίνια ή και κλάμα πιο συχνά, είτε σαν ένα τρόπο να εκδηλώσει τη δική του θλίψη ή σαν αντίδραση στην ένταση και την θλίψη της οικογένειας. Άλλα παιδιά απομονώνονται, άλλα έχουν κακή διάθεση ή παρουσιάζουν ανορεξία, εφιάλτες, ενούρηση, άλλα επιθετικότητα ή ψυχοσωματικές αντιδράσεις.

Πολλοί γονείς αναρωτιούνται αν τα παιδιά πρέπει να πηγαίνουν στις κηδείες. Η κηδεία είναι μια τελετή αποχαιρετισμού που μπορεί να βοηθήσει ένα παιδί να αποδεχτεί το γεγονός του θανάτου. Η απόφασή μας θα βασιστεί στην ηλικία και ωριμότητα του παιδιού, την προσωπική επιθυμία του και την ωφελιμότητα που θα έχει τελικά στο ίδιο. Θα πρέπει να ερωτηθεί πρώτα, αν θέλει να πάει και σε καμιά περίπτωση να μην ενοχοποιηθεί, αν δε θέλει. Στη συνέχεια χρειάζεται να προετοιμαστεί για το τι θα δει και θα ακούσει και βέβαια να συνοδεύεται από ένα υποστηρικτικό ήρεμο και αγαπημένο του πρόσωπο. Επιπλέον, δε συστήνεται να στέλνεται το παιδί για πολλές μέρες σε άλλο σπίτι από το δικό του, επειδή ο γονιός δεν είναι σε θέση να το φροντίσει. Είναι σημαντικό να υποστηριχθεί ο γονιός από φίλους και συγγενείς που μπορούν να αναλάβουν τη γενικότερη φροντίδα για το σπίτι ή και για τις εξόδους του παιδιού, ώστε να διευκολύνουν, αλλά όχι να αποσύρουν το παιδί από τις συνήθειές του και τα πρόσωπα που είναι σημαντικά γι΄ αυτό.
Η επιστροφή στους κανονικούς ρυθμούς της καθημερινότητας, που προσφέρει στα παιδιά την αίσθηση της ασφάλειας ότι όλα είναι καλά γύρω τους, επιβάλλεται. Ασφαλώς θα υπάρξει κάποια αναστάτωση, όμως όσο πιο γρήγορη είναι αυτή η επιστροφή στις συνήθειες και τη ρουτίνα του φαγητού, του ύπνου, του παιχνιδιού, τόσο πιο καλά θα είναι για το παιδί. Τέλος, η συμβουλή ενός ειδικού αν το παιδί φαίνεται να δυσκολεύεται πάρα πολύ, ή για παράδειγμα, αν τρομοκρατείται στην ιδέα να πάει για ύπνο ή ακόμη αν φαίνεται μελαγχολικό, θα βοηθήσει πολύ.

Λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω υπόψη καθίσταται σαφές ότι τα παιδιά είναι συνετό να συμμετέχουν με το δικό τους τρόπο, τον ανάλογο του αναπτυξιακού τους επιπέδου πάντα, στη διαδικασία του πένθους. Έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν την αλήθεια, όπως αυτά την καταλαβαίνουν. Η αποσιώπηση του γεγονότος του θανάτου και η αποστασιοποίηση του παιδιού από την διαδικασία του πένθους δεν προστατεύει το παιδί. Αντιθέτως, σε αυτήν την περίπτωση οι πιθανότητες να παρερμηνεύσει και να παρανοήσει γεγονότα και καταστάσεις, με αποτέλεσμα ο θάνατος να αποκτά ένα χαρακτήρα αφηρημένο και μυστικιστικό, είναι μεγαλύτερες προκαλώντας περισσότερα προβλήματα από ότι να τα λύσει. Σε κάθε περίπτωση, ο θάνατος αποτελεί την τελική έκβαση της ανθρώπινης ύπαρξης και είναι κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Τα παιδιά δεν χρειάζονται «τέλειες» απαντήσεις. Χρειάζονται ενήλικες που να είναι πρόθυμοι να μην αποφεύγουν να απαντήσουν στις ερωτήσεις τους και που θα τα στηρίξουν συναισθηματικά όταν το χρειάζονται.


Η Έλενα Νταβλαμάνου είναι Εκπαιδευτικός στο Δημοτικό Σχολείο «Saint Joseph» και  Συγγραφέας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: