Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

«Αντι – μιλώντας» γονείς και παιδιά...

Της Έλενας Νταβλαμάνου*



Ποιος γονιός δεν ονειρεύεται ένα υπάκουο παιδί, που...
λέει σε όλα «ναι» και δεν αντιμιλάει ποτέ; Πολλοί γονείς διαμαρτύρονται ότι τα παιδιά τους είναι ανήσυχα, ανυπάκουα και αυθάδη. Είναι απελπισμένοι και αγανακτισμένοι με τη συμπεριφορά τους, ψάχνοντας να βρουν τι μπορεί να φταίει. Φωνάζουν συνεχώς και συνήθως αυτό που ακούνε από τα παιδιά είναι «όχι, δεν θέλω/δεν το κάνω!», με αποτέλεσμα οι γονείς τις περισσότερες φορές να φορτώνονται με ενοχές μην μπορώντας να ελέγξουν τα ξεσπάσματα ή τις λάθος αντιδράσεις τους προς το παιδί. Έτσι εδραιώνεται ένας φαύλος κύκλος, με το παιδί να είναι αντιδραστικό και τους γονείς να πέφτουν στην παγίδα των λανθασμένων αντιδράσεων. Ξεκινά ένα αέναο «παιχνίδι ρόλων» μέσα στην οικογένεια όπου το παιδί εισπράττει τη δυσανασχέτηση των γονέων για τη συμπεριφορά του, αλλά αντί να σταματήσει θέλει να επιτίθεται και να βγαίνει εκείνο νικητής.
Το να αψηφά κάπου κάπου τους γονείς, είναι ένα φυσιολογικό κομμάτι της ανάπτυξης του παιδιού. Με τον τρόπο αυτό, τα μικρά παιδιά εκφράζουν την ατομικότητά τους και κατακτούν την αίσθηση της αυτονομίας. Μέσα από τις μικρές συγκρούσεις της καθημερινότητας, δοκιμάζουν τις οδηγίες και τις προσδοκίες των ενηλίκων, ανακαλύπτουν τα όρια των κανόνων, αλλά και τα όρια του δικού τους αυτοελέγχου. Η ανυπακοή μπορεί να έχει διάφορες αιτίες. Κάποιες φορές, υπεύθυνες είναι οι υπερβολικές και παράλογες απαιτήσεις των γονιών ή μπορεί να σχετίζονται με την ανάγκη του παιδιού να αποσπάσουν την προσοχή των γονέων του. Επίσης, ίσως  να οφείλονται σε οικογενειακό στρες ή σε κακές σχέσεις μεταξύ των γονιών.

Συνήθως οι δυσκολίες αρχίζουν όταν ένα παιδί ανακαλύπτει τον εαυτό του και αντιλαμβάνεται ότι είναι μια ξεχωριστή οντότητα από τους γονείς του. Η «ανακάλυψη» του παιδιού ότι έχει ατομική βούληση, που μπορεί να την εκφράσει και να επηρεάσει τα πράγματα, του δίνει μια μοναδική αίσθηση δύναμης, που το αποζημιώνει για την -κατά τα άλλα- τόσο αδύναμη και εξαρτημένη θέση του. Αυτός είναι ίσως ο λόγος που τα παιδιά, όσο πιο πολύ εξαρτώνται από τους μεγάλους, τόσο περισσότερο έχουν την τάση να θέλουν να περάσει το δικό τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τάση αυτή αρχίζει να εξασθενεί γύρω στην ηλικία των 6-7 ετών, όταν τα παιδιά πάνε σχολείο. Τότε, ίσα ανάμεσα σε ίσους, βάζουν πιο εύκολα στην άκρη το εγώ τους. Τα περισσότερα παιδιά αρχίζουν τότε να γίνονται περισσότερο συνεργάσιμα, ενώ τα δυνατά ξεσπάσματα θυμού, τα κλάματα και τα πείσματα σταδιακά ελαττώνονται.
Δεν μπορεί κανείς ν’ αμφισβητήσει ότι μερικά παιδιά γεννιούνται με πιο δύσκολο χαρακτήρα: κλαίνε πολύ, δεν ηρεμούν εύκολα, αντιδρούν έντονα. Tο πρόβλημα είναι ότι οι πιο πολλοί ενήλικοι -με τη σειρά τους- αντιδρούν σε αυτά τα παιδιά με επιθετικό τρόπο διαπαιδαγώγησης, είτε γιατί αισθάνονται ανήμποροι είτε γιατί πιστεύουν ότι έτσι θα βοηθήσουν τα παιδιά τους να χαλιναγωγήσουν τις αντιδράσεις τους. Aυτό όμως, αντί να τα «στρώσει», κάνει ακόμη πιο έντονες τις διαφορές και την επικοινωνία με τους γονείς σχεδόν αδύνατη.
Στις περιπτώσεις αυτές μια άσχημη δυναμική ασυνεννοησίας και αντιπαλότητας έχει εδραιωθεί μεταξύ των δύο πλευρών. H δυναμική αυτή αρχίζει συνήθως σε ανύποπτες στιγμές και σε πολύ ασήμαντες, καθημερινές καταστάσεις. Για παράδειγμα, το παιδί ζητάει επίμονα ένα παιχνίδι. H μητέρα του λέει «όχι», χωρίς άλλη εξήγηση. Tο παιδί γκρινιάζει, η μητέρα το αγνοεί. Tο παιδί αρχίζει να κλαίει, μετά να τσιρίζει. H μητέρα αρχίζει να εκνευρίζεται, αλλά εξακολουθεί να το αγνοεί. Tο παιδί πέφτει στο πάτωμα και χτυπιέται. Tότε η μητέρα υποχωρεί και του δίνει αυτό που ζητάει, «γιατί δεν αντέχω αυτό το τσιριχτό συνέχεια!». Mε τη συμπεριφορά της ενισχύει και επιβραβεύει την επιθετικότητα του παιδιού. Tο μήνυμα που παίρνει το παιδί είναι: «Aν αυξήσω την επιθετικότητά μου, θα έχω αυτό που θέλω».
Aντίθετα, κάτι που φαίνεται απαραίτητο για τη δημιουργία καλού κλίματος επικοινωνίας με τα παιδιά, από την πιο τρυφερή ηλικία, είναι η μεγαλύτερη συνειδητότητα στη συμπεριφορά των γονιών. Aυτό σημαίνει: «όταν απαγορεύω και όταν επιτρέπω κάτι, προσπαθώ να ξέρω γιατί το κάνω, και αυτό να είναι ξεκάθαρο σε μένα και στο παιδί μου». Aυτό δεν είναι πάντα εύκολο, γιατί οι γονείς δεν είναι συνεχώς τόσο σίγουροι για τα κίνητρά τους και γιατί είναι αναπόφευκτο, όταν κανείς έχει να κάνει με παιδιά, να παρασυρθεί από το θυμό, τα νεύρα ή απλώς την κούραση.

Οι γονείς άθελά τους ενθαρρύνουν την αγενή συμπεριφορά και την αυθάδεια του παιδιού τους, κάθε φορά που αποσιωπούν ή προσπερνούν τα διάφορα σχόλια, κυρίως όταν αυτά ειπωθούν μπροστά στον κόσμο. Και ενώ η προσπάθεια να αποφύγουν την «σκηνή» μπροστά στους ξένους είναι απολύτως κατανοητή, αγνοώντας την απαράδεκτη συμπεριφορά είναι σα να δίνουν το πράσινο φως στο παιδί τους για να συνεχίσει. Δεν πρέπει να περιμένουν λοιπόν να φτάσουν στο σπίτι για να μαλώσουν το παιδί τους αν συμβεί κάτι ανάλογο. Το πιθανότερο είναι ότι το παιδί δε θα θυμάται καν τι είπε. Πρέπει να αντιμετωπιστεί η κατάσταση άμεσα. Αν το παιδί παραφερθεί, οφείλουν να του εξηγήσουν ότι αυτό που είπε δεν ήταν ευγενικό και να του δείξουν έναν καλύτερο τρόπο να εκφραστεί. Αν όμως ο τρόπος που μίλησε ήταν πολύ άσχημος και αν το έχουν ήδη προειδοποιήσει, πρέπει να του επιβάλλουν άμεσα την τιμωρία που θα έχουν επιλέξει. Με ήρεμο και κομψό τρόπο οι γονείς πρέπει να θέτουν όρια, να καθοδηγούν και να αποστασιοποιούνται από κάθε συναισθηματική αντίδραση.
Όταν το παιδί βγει εκτός ελέγχου και δεν ακούει, ένα διάλειμμα είναι απαραίτητο. Οι γονείς πρέπει να απομακρυνθούν, να διακόψουν για λίγο την επικοινωνία μαζί του, μέχρι να ηρεμήσει και να αποκτήσει και πάλι τον έλεγχο του εαυτού του. Τότε θα ξαναπροσεγγίσουν το θέμα για να λύσουν τη διαφορά. Όταν όμως το παιδί είναι υπάκουο και δείχνει σεβασμό, χρειάζεται να το επαινέσουν εξηγώντας συγκεκριμένα το γιατί. Οφείλουν να το ανταμείβουν κάθε φορά που είναι συνεργάσιμο και διαχειρίζεται τις συγκρούσεις. Τέτοιες συνεχείς, θετικές προσπάθειες αποδεικνύονται πάντα πιο επιτυχημένες από την τιμωρία.
Ο καλύτερος τρόπος για να μάθει το παιδί να απαντά ευγενικά και με σεβασμό, είναι οι γονείς να…
• …του το μάθουν οι ίδιοι. Είναι καλό να πουν: «μπορείς να βρεις έναν καλύτερο τρόπο για να πεις την άποψή σου». Αν αρχίσουν να του φωνάζουν δε θα του προσφέρουν το σωστό παράδειγμα και θα κλιμακώσουν περισσότερο τις αντιδράσεις του.
• …του προσφέρουν επιλογές. Γιατί αν μπορεί να πει την άποψή του, θα έχει λιγότερες πιθανότητες να νιώσει ότι πρέπει να επιβάλλει την παρουσία του με τρόπους… προσβλητικούς.
• …του εξηγούν διαρκώς τι είναι και τι δεν είναι αποδεκτό, τι επιτρέπεται και τι όχι να λέει. Αν και είναι λίγο δύσκολο για ένα δίχρονο ή τρίχρονο παιδάκι να καταλάβει τη διαφορά ανάμεσα στην αυθάδεια και την ευγένεια, σιγά- σιγά θα μάθει.

Όταν ξεκινήσει ο γονιός να βάζει όρια, το παιδί θα  αρχίσει ν αντιδρά, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως ο ίδιος δεν πρέπει να συνεχίσει αυτό που κάνει. Όταν το παιδί συνειδητοποιήσει ότι σοβαρολογεί και ότι οι συνέπειες είναι πραγματικές, οι αλλαγές θ αρχίσουν σταδιακά να εμφανίζονται στην συμπεριφορά του. Οι αλλαγές αυτές δε γίνονται μέσα σε μια νύχτα, αλλά σταδιακά, με συγκεκριμένα βήματα μέχρι να φτάσουν να έχουν μεγαλύτερη κατανόηση και καλύτερη επικοινωνία.


Η Έλενα Νταβλαμάνου είναι Εκπαιδευτικός στο Δημοτικό Σχολείο «Saint Joseph» και  Συγγραφέας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: