Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Σημεία στίξης… ένας μαγικός κόσμος γραφής

Κόμμα
Το κόμμα, ως σημείο στίξεως, είναι το συνηθέστερο μαζί με την κάτω τελεία και χρησιμοποιείται:
1. Για να διακρίνει όμοιους, ασύνδετους μεταξύ τους όρους (ονοματικούς, ρηματικούς, επιρρηματικούς) στο εσωτερικό μιας πρότασης...


Γράφουμε:
- Έφτασαν ο Γιάννης, ο Κώστας, ο Παύλος με τα καλά τους· τον είδε, τον προσπέρασε, τον περιφρόνησε και δεν τον χαιρέτησε· τον χτύπησε με βιαιότητα, με πάθος, με εκδικητική μανία· περπατούσε γρήγορα, ασθμαίνοντας, δίχως σταματημό.
2. Για να διακρίνει την επεξήγηση από τον προσδιοριζόμενο όρο ή την προσδιοριζόμενη πρόταση.
Γράφουμε:
- Ο κύριος Καραμανλής, Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έφτασε χθες το απόγευμα στην Αθήνα από τη Χαλκιδική· το εβδομαδιαίο περιοδικό, ο «Ταχυδρόμος», κυκλοφορεί στην Αθήνα κάθε Τετάρτη, στην επαρχία κάθε Τρίτη.
3. Για να διακρίνει όμοιες, ασύνδετες μεταξύ τους προτάσεις στο εσωτερικό μιας περιόδου.
Γράφουμε:
- Το κοινό αντέδρασε με ενθουσιασμό, χειροκροτούσε ακατάπαυστα, απαιτούσε από τον τραγουδιστή να μπιζάρει, αλλά εκείνος δεν ανταποκρίθηκε.
4. Για να διακρίνει τις δευτερεύουσες εξαρτημένες προτάσεις (ονοματικές ή επιρρηματικές) από τις κύριες, από τις οποίες αυτές εξαρτώνται, εφόσον δεν αποτελούν αντικείμενο του προηγουμένου ρήματος.
Γράφουμε:
- Δεν μπόρεσα να φτάσω στην ώρα μου, επειδή υπήρχε κυκλοφοριακή συμφόρηση· τα Ομηρικά Έπη, τα οποία είναι τα αρχαιότερα σωζόμενα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, αποτελούσαν στην αρχαιότητα το αλφαβητάρι, για να μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα· αν είμαι καλά, θα έλθω οπωσδήποτε το βράδυ.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Δεν στίζονται με κόμμα δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με το να, ότι, που και με ερωτηματικά μόρια (αντωνυμίες, επιρρήματα και το ερωτηματικό αν), γιατί οι προτάσεις αυτές επέχουν θέση αντικειμένου. Γράφουμε:
- Του έδωσε εντολή να φύγει· θεωρούσε ότι δεν ήταν σωστό να εγκαταλείψει τη θέση του· ρωτούσε αν έχω ώρα για να συζητήσουμε το πράγμα αναλυτικά· δεν ήξερε πού παν τα τέσσερα· δεν θα σου πω εγώ πώς να γράφεις σωστά· απέρριπτε οτιδήποτε του έλεγα· απορούσε αν έπρεπε να μείνει ή να φύγει.
Οι πολύ συνοπτικές αναφορικές προτάσεις, οι οποίες συνήθως εισάγονται με το που, κατά κανόνα δεν στίζονται με κόμμα.
Γράφουμε:
- Ο άνθρωπος που βάδιζε στον δρόμο μου φάνηκε γνωστός· τα λόγια που είπα δεν τα ξαναλέω.
Κατά κανόνα πριν από το «και» δεν χρησιμοποιείται το κόμμα. Παρά τον κανόνα στίζουμε με κόμμα πριν από το και, όταν υπάρχει προηγουμένως αλυσίδα όρων που συνδυάζονται μεταξύ τους με και, αλλά το τελευταίο και εισάγει νέα πρόταση και όχι έναν επιπλέον όρο.
Γράφουμε:
- Αγόρασε δώρα για τους γονείς του, τα παιδιά του και τους φίλους του, και ξόδεψε έτσι όλα του τα χρήματα.
Τελεία
Η τελεία ανταποκρίνεται σε σταμάτημα ή κατέβασμα της φωνής.
Σημειώνεται:
1. Στο τέλος μια πρότασης και δείχνει πως ό,τι ειπώθηκε έχει ακέραιο νόημα: Το αυτοκίνητο είναι άσπρο.
2. Ύστερα από μια συντομογραφία: π.χ., κτλ. Εξαιρούνται μερικές συντομογραφίες που σχετίζονται με τις διευθύνσεις του ορίζοντα, που δεν την παίρνουν, π.χ.: Α=Ανατολή, ανατολικός, ανατολικά, ΝΔ=νοτιοδυτικός, νοτιοδυτικά κτλ. Όταν πρόκειται, όμως, για προσδιορισμό τόπων, προσθέτουμε στις συντομογραφίες Α, Β κτλ. μια τελεία: η Β. Αμερική, η Ν. Ευρώπη κτλ.
3. Σε πολυψήφιους αριθμούς, χωρίζοντας σε τριάδες τα ψηφία με αρχή από τα δεξιά (π.χ., 2.234.456). Οι τετραψήφιοι αριθμοί και οι χρονολογίες δε χρειάζονται τελεία (π.χ., 1821).
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί τελεία μετά από ένα απόλυτο αριθμητικό για να νοηθεί ως τακτικό: 9.=ένατος. (Η χρήση αυτή είναι σπάνια.)
Η τελεία του τέλους δε σημειώνεται σε τίτλους βιβλίων, σ’ επιγραφές και σ’ επικεφαλίδες.
Η τελεία και τα άλλα σημεία της στίξης:
Όταν υπάρχουν εισαγωγικά στο κείμενο, η τελεία σημειώνεται πάντα έξω από αυτά. Το ίδιο ισχύει στις περιπτώσεις χρήσης παρενθέσεων, αγκυλών κτλ. Ωστόσο, όταν μέσα στην παρένθεση υπάρχει ολόκληρη περίοδος, τότε η τελεία σημειώνεται μέσα στην παρένθεση.
Τελεία δεν σημειώνεται μετά το ερωτηματικό, το θαυμαστικό και τα αποσιωπητικά.
Άνω στιγμή (άνω τελεία)
Η άνω στιγμή χρησιμοποιείται, για να σημειώνουμε μικρότερη διακοπή παρά με την τελεία και μεγαλύτερη παρά με το κόμμα. Ειδικότερα η άνω στιγμή χρησιμοποιείται στο εσωτερικό μιας περιόδου στις εξής περιπτώσεις:
Για να διακρίνει στο εσωτερικό της περιόδου μια πρόταση, η οποία αποτελεί επεξήγηση των προηγουμένων ή αντίθεση προς τα προηγούμενα (στις περιπτώσεις αυτές συνήθως λείπει ο επεξηγηματικός ή αντιθετικός σύνδεσμος).
Μετά από δύο τελείες, για να χωρίσει μεταξύ τους ημιπεριόδους, οι οποίες αποτελούν επιμερισμένες επεξηγήσεις των προηγουμένων. Γράφουμε:
- Αυτός δεν ήταν άνθρωπος· ήταν θεριό.
- Μάνα ανθρώπου δεν τον έκαμε· τον ξετίναξε ατόφιο η γη,
- Με τί καρδιά, με τί πνοή, τί πόθους και τί πάθος πήραμε τη ζωή μας· λάθος! Κι αλλάξαμε ζωή.
- Πολλά δράματα της κλασικής εποχής αναφέρονται στον τρωικό μύθο: η «Ορέστεια» του Αισχύλου λ.χ. και οι αποσπασματικοί «Μυρμιδόνες» του· ο «Αίας», η «Ηλέκτρα», ο «Φιλοκτήτης» του Σοφοκλή· οι «Τρωάδες», η «Εκάβη», η «Ανδρομάχη», η «Ελένη» του Ευριπίδη.
Όταν υπάρχουν στην πρόταση εισαγωγικά ή παρένθεση, η άνω τελεία σημειώνεται έξω από την παρένθεση ή τα εισαγωγικά.
Άνω κάτω στιγμή (ή άνω κάτω τελεία, ή διπλή τελεία)
Η άνω κάτω στιγμή χρησιμοποιείται στις εξής περιπτώσεις:
Μπροστά από τα λόγια κάποιου προσώπου, τα οποία αναφέρονται κατά λέξη και κλείνονται σε εισαγωγικά.
Μπροστά από απαρίθμηση όρων, οι οποίοι ερμηνεύουν τα προηγούμενα ή θεωρούνται παρεπόμενα των προηγουμένων (στην περίπτωση αυτή μπορούμε να εναλλάσσουμε την άνω κάτω στιγμή με την άνω στιγμή).
Έπειτα από πρόταση που προαναγγέλλει γνωμικό ή παροιμία.
Στο εσωτερικό μιας μακράς περιόδου, εφόσον ακολουθεί σειρά από επιμερισμένες επεξηγήσεις των προηγουμένων, οι οποίες διακρίνονται μεταξύ τους με άνω στιγμή.
Γράφουμε:
- Είπε με θυμό: «δεν πρόκειται να με ξαναδείς στα μάτια σου»· τα μεγαλύτερα ελληνικά νησιά είναι: η Κύπρος, η Κρήτη, η Εύβοια· και το αποτέλεσμα ήταν αυτό: να καταλήξουμε στον χωρισμό· η παροιμία λέει: άκουε πολλά και λέγε λίγα· μην κάνετε λάθος στο γνωστό γνωμικό: μέτρον άριστον (όχι: παν μέτρον άριστον).
Παρένθεση
Η παρένθεση χρησιμοποιείται στις εξής περιπτώσεις:
Για να απομονώσει επεξηγηματικά στοιχεία της προηγούμενης πρότασης, τα οποία θα μπορούσαν και να παραλειφθούν δίχως να παραβλάπτεται το συνολικό νόημα της περιόδου. Για να περιλάβει τα στοιχεία παραπομπής ενός προηγουμένου παραθέματος.
Γράφουμε:
- Δυστυχώς τόσο η μεταδικτατορική Αριστερά (παραδοσιακή και ανανεωτική, διχασμένη και συνασπισμένη), όσο και προπαντός το ΠαΣοΚ (στην προεξουσιαστική, εξουσιαστική και μετεξουσιαστική φάση του) σκοπίμως περιθωριοποίησαν τους, ούτως ή άλλως ελάχιστους, διανοούμενους.
Αγκύλες
Χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να βάλουμε νέα παρένθεση μέσα σε παρένθεση.
Μονή παύλα
Η μονή παύλα χρησιμοποιείται στις εξής περιπτώσεις:
Στον γραπτό λόγο, για να δείξει την αλλαγή του προσώπου που μιλά.
Στο εσωτερικό μιας πρότασης, για να φανεί η απότομη διακοπή μιας φράσης, και η απροσδόκητη ή και συντακτικώς ανακόλουθη συνέχεια της.

Ύστερα από τελεία, για να καταδειχθεί με έμφαση, όπου χρειάζεται, το οριστικό τέλος ενός κειμένου -από εδώ βγήκε και η φράση: τελεία και παύλα.
Γράφουμε:
- Όπως κι αν έχει το πράγμα, με το πες πες πέρασαν κιόλας χρόνια είκοσι τέσσερα –πλησιάζουμε το τέταρτο αιώνος, όπως θα έλεγαν και οι καθαρεύοντες φιλοχουντικοί· γιατί, πέρα από τον δίκαιο έπαινο, που ανήκει σε όλους τους συντελεστές της εκπομπής, εύκολα αναγνωρίζονται και κάποια ενοχλητικά ελαττώματα -άλλα εκ γενετής και άλλα επίκτητα· θέλουν –μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Διπλή παύλα
Η διπλή παύλα, (σε διάκριση προς την παρένθεση, και αντ’ αυτής) χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι μια ενδιάμεση, παρενθετικού νοήματος, πρόταση πρέπει να διαβαστεί σε χαμηλότερο τόνο.
Γράφουμε:
- Ο πατέρας μου –μύρο το κύμα που τον ετύλιξε– δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό· τα βιβλία μου –επήγαινα στο σχολαρχείο, θυμούμαι– τα έκλεισα για πάντα.
Ενωτικό
Βάζουμε ενωτικό στο τέλος της αράδας όταν η λέξη δε χωράει ολόκληρη και θα πρέπει να συλλαβιστεί.
Σημειώνεται ενωτικό συνήθως σε μακρόσυρτες συνθέσεις λέξεων: κοινωνικο-οικονομικός. Απαραίτητο είναι όταν σε περίπτωση βραχυλογίας χρησιμοποιούνται δύο παράλληλες λέξεις: πρωί-βράδυ, μέρα-νύχτα.
Βάζουμε ενωτικό ύστερα από τα προταχτικά: αγια-, αϊ-, γερο-, γρια-, θεια-, κυρα-, μαστρο-, μπαρμπα-, παπα-, χατζη-, όταν πάνε μπροστά από κύριο όνομα, π.χ.: αγια-Μαρίνα, αϊ-Γιώργης, γερο-Δήμος, κυρα-Ρήνη, μαστρο-Νικόλας, μπαρμπα-Γιάννης, παπα-Κωστής κτλ. Οι προταχτικές λέξεις δεν παίρνουν τόνο.
Χρησιμοποιούμε ενωτικό στην απαρίθμηση ή παράθεση σταθμών δρομολογίων, π.χ.: Η γραμμή Ηρακλείου – Χανίων. Το ταξίδι Πειραιά – Ηράκλειο διαρκεί δέκα ώρες.
Τοποθετούμε ενωτικό στα σύνθετα παραθετικά, δηλαδή σε ονοματικά σύνολα που αποτελούνται από δύο ομοιόπτωτες λέξεις με ιδιαίτερη σημασιολογική σημασία, π.χ.: ταξίδι-αστραπή, λέξη-κλειδί, πλοίο-φάντασμα κτλ.
Στις περιπτώσεις ελληνικών ή ξενικών κυρίων ανθρωπονυμικών ονομάτων που αποτελούνται από δύο μικρά ονόματα, σημειώνεται το ενωτικό μόνο όταν χρησιμοποιούνται και τα δύο μαζί για να προσδιορίσουν τον ίδιο άνθρωπο: Ζακ-Υβ Κουστό, Αντρέ-Μαρί Αμπέρ, Άννα-Μαρία κτλ. Αντίθετα, όταν υπάρχουν δύο μικρά ονόματα τα οποία δεν χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα, τότε το ενωτικό δε σημειώνεται: Αντώνιος Εμμανουήλ Κατακουζηνός, Ηλέκτρα Ελένη Μαυρογένη· αλλά, Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης.
Το ενωτικό χρησιμοποιείται σ’ όλες τις περιπτώσεις των ελληνικών ονομάτων με δύο επώνυμα: Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Κατερίνα Περισυνάκη-Κουτρούλη.
Βάζουμε ενωτικό σε εμπορικούς τίτλους ή επωνυμίες επιχειρήσεων, π.χ.: Αγραφιώτης – Πουρνάρας και Σία.
Το ενωτικό σημειώνεται στο τέλος ή στην αρχή ενός γλωσσικού τύπου, για να δειχτεί πως αυτός δε γράφεται ολόκληρος: μονο-, δηλαδή λέξεις που αρχίζουν από το μονο.
Σημειώνουμε το ενωτικό σε φράσεις που λειτουργούν ως ένα όνομα: το σ’ αγαπώ-σε-μισώ, ο φίλος μου ο Αυτός-που-γίνεται-τύφλα κτλ.
Δεν παίρνουν ενωτικό τα «κυρ», «πάτερ» και «καπετάν», π.χ:: ο κυρ Αντώνης, ο πάτερ Γεώργιος, ο καπετάν Μιχάλης κτλ.
Το ενωτικό ανάμεσα σε όμοιες λέξεις συνήθως αποφεύγεται, π.χ.: Προχώρα σιγά σιγά. Περπατούσαμε άκρη άκρη στο δρόμο.
Εισαγωγικά
Τα εισαγωγικά χρησιμοποιούνται, όπου στο γραπτό κείμενο φιλοξενείται αυτολεξεί μακρότερος ή και σύντομος ευθύς λόγος πρώτου, δευτέρου ή τρίτου προσώπου. Γράφουμε:
- Είπε «ελάτε μαζί μου» και ξεκίνησε· του αποκρίθηκα «δεν έχω καιρό» και τον αποχαιρέτησα.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Στον μακροσκελή ευθύ λόγο, ο οποίος περνά από τη μία στην άλλη παράγραφο, χρησιμοποιούμε ανοικτά εισαγωγικά [»] στην αρχή της παραγράφου.
Σε περίπτωση που χρειάζονται εισαγωγικά εντός εισαγωγικών, χρησιμοποιούμε ευθύγραμμα εισαγωγικά και όχι γωνιώδη: «“…” ».
Περιέχονται σε εισαγωγικά λέξεις, οι οποίες δηλώνουν όρο ή επωνυμία στο εσωτερικό μιας πρότασης.
Γράφουμε:
- Η λέξη «άνθρωπος» είναι αρχαιοελληνική· η λέξη «διάγγελμα» παράγεται από το ρήμα «διαγγέλλομαι»· η ταινία του Αϊζενστάιν «Το θωρηκτό Ποτέμκιν» θεωρείται δικαίως κινηματογραφικό αριστούργημα· «Το Βήμα της Κυριακής» υπήρξε στο παρελθόν καθημερινή εφημερίδα· ο γενέθλιος τίτλος της ήταν «Ελεύθερο Βήμα».
Περιέχονται σε εισαγωγικά, τίτλοι βιβλίων, εφημερίδων, πλοίων, κλπ.
Κατ’ εξαίρεση περιέχονται σε εισαγωγικά και κοινόχρηστες λέξεις, όταν θέλουμε να τους προσδώσουμε ειδικό νόημα· Γ
ράφουμε:
- Υπήρξε «ιδιώτης» με την αρνητική σημασία του όρου (δηλαδή βλαξ).
Τα εισαγωγικά δε χρειάζονται σε λέξεις που τυπώνονται με διαφορετικούς χαρακτήρες.
Η τελεία, η άνω τελεία αλλά και το κόμμα σημειώνονται έξω από τα εισαγωγικά, ενώ το ερωτηματικό και το θαυμαστικό μέσα σε αυτά, εκτός αν τα συγκεκριμένα σημεία στίξης δεν ανήκουν στο κείμενο που βρίσκεται μέσα στα εισαγωγικά, οπότε σημειώνονται έξω από αυτά.
Ομοιωματικά (»)
Σημειώνονται για να μην επαναληφθεί λέξη που γράφτηκε ακριβώς στο ίδιο σημείο της προηγούμενης σειράς γραπτού κειμένου.
Θαυμαστικό
Το θαυμαστικό ως σημείο στίξης είναι απλό και δεν πολλαπλασιάζεται σε καμμία περίπτωση. Η χρήση του θαυμαστικού στον δημοσιογραφικό λόγο είναι θεμιτή, αλλά δεν πρέπει να οδηγεί σε κατάχρηση.
Χρησιμοποιούμε θαυμαστικό στις επιφωνηματικές λέξεις, φράσεις και προτάσεις, μόνον όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε τον επιφωνηματικό χαρακτήρα της λέξης, της πρότασης ή της έκφρασης.
Γράφουμε:
- Ωραίος καιρός! Αλίμονο! Θαυμάσια! Τι νέα κι αυτά!
ΠΡΟΣΟΧΗ: Όταν θέλουμε να δηλώσουμε θετικόν θαυμασμό ή αρνητική έκπληξη για τα λεγόμενα ή τα γραφόμενα ενός άλλου προσώπου, συνοδεύουμε την οικεία λέξη ή φράση με θαυμαστικό, το οποίο τότε κλείνεται σε παρένθεση.
Σε περίπτωση προφανούς γραμματικού ή συντακτικού λάθους η αρνητική έκπληξη δηλώνεται και με τη λατινική λέξη SIC (=έτσι), η οποία κλείνεται επίσης σε παρένθεση.
Γράφουμε:
- Ο κ. Χ διατείνεται ότι υπάρχουν πολλοί (SIC) περισσότεροι τρόποι για την αντιμετώπιση της οικονομικής χρίσης.
- Το επίθετο «ευάριθμος» δεν σημαίνει όπως νομίζουν πολλοί «πολυάριθμος» (!) αλλά ολιγάριθμος.
Ο ίδιος κανόνας ισχύει και για την περάτωση που κάποιος θέλει να δηλώσει θετικό θαυμασμό ή αρνητική έκπληξη για ορισμένη απροσδόκητη πληροφορία που καταχωρίζει στο κείμενο του.
Γράφουμε:
- Για να αποδείξει στο ευρύ κοινό ότι έπαψε πλέον να είναι σύμβολο του ελεύθερου σεξ, ο τραγουδιστής παντρεύτηκε και έκανε με την ίδια γυναίκα μέσα σε επτά χρόνια επτά παιδιά (!).
Ερωτηματικό
Το ερωτηματικό χρησιμοποιείται στο τέλος ερωτηματικής φράσης, π.χ.: Θα πάμε για καφέ;
Δε σημειώνεται στην πλάγια ερώτηση, π.χ.: Με ρώτησε γιατί δεν τον περίμενα.
Σε σειρά από ερωτήσεις σημειώνεται το ερωτηματικό μόνο στην τελευταία, όταν οι ερωτήσεις απαιτούν την ίδια απάντηση: Θέλεις να μείνεις μόνος, να υποφέρεις, να καταντήσεις αλκοολικός; Αλλά: Γιατί άργησες; πού ήσουν; τι έκανες; (Παρατήρηση: στην περίπτωση μικρών προτάσεων δεν είναι αναγκαίο το πρώτο γράμμα μετά το ερωτηματικό να είναι κεφαλαίο. Αλλά: Μάνα τι έχεις και βογκάς; Τι κακό σου ‘καμε ο γιος σου; Σε παράκουσε, λόγο σου αντιγύρισε ποτέ;
Μέσα σε παρένθεση (;) δείχνει ειρωνία, αμφιβολία, ή αμφισβήτηση, π.χ.: Περηφανευόταν πως ήταν ο καλύτερος(;) κυνηγός.
Οι διμερείς (ή πολυμερείς) ερωτήσεις παίρνουν ερωτηματικό στο πρώτο μέρος και τελεία στο δεύτερο, που διαζευγνύετε από το πρώτο, π.χ.: Αυτό είναι κουνουπίδι; είναι λάχανο; ή είναι μπρόκολο.
Η λέξη ύστερα από ερωτηματικό γράφεται με κεφαλαίο στην αρχή. Συνεχίζουμε με μικρό γράμμα, όταν η συνέχεια συνδέεται άμεσα με τα προηγούμενα: «Είστε καλά;» ξαναρώτησε και έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Το ερωτηματικό και τα άλλα σημεία της στίξης:
1. Δεν μπαίνει ποτέ κόμμα μετά από ερωτηματικό: – Πάλι πήρες άδεια από τη σημαία; με ρώτησε γελώντας πονηρά.
Παρατήρηση: η ίδια πρόταση μπορεί να γραφεί ισοδύναμα με τη χρήση του κόμματος, αλλά χρησιμοποιώντας εισαγωγικά: «Πάλι πήρες άδεια από τη σημαία;» με ρώτησε γελώντας πονηρά.
2. Το ερωτηματικό σημειώνεται μέσα στην παρένθεση, στα εισαγωγικά, τις διπλές παύλες κτλ., μόνον όταν ολόκληρη η ευθεία ερώτηση είναι παρενθετική: Μας άφησε να σκεφτόμαστε διάφορα (μήπως ήταν κι η πρώτη φορά;), πριν μας εξηγήσει …
3. Όταν υπάρχουν αποσιωπητικά, το ερωτηματικό σημειώνεται πριν από αυτά:
– Είναι λογικό να μη μας λέει τίποτα;…
4. Όταν υπάρχουν εισαγωγικά, το ερωτηματικό μπαίνει μέσα σ’ αυτά, εκτός κι αν δεν ανήκει στο κείμενο που βρίσκεται μέσα σ’ αυτά: «Τι καιρό κάνει σήμερα;» με ρώτησε η Μαρία.
Αλλά: Σε ρώτησε πράγματι «Τι καιρό κάνει σήμερα;»; Η Μαρία με ρώτησε: «Τι καιρό κάνει σήμερα;».
ΠΡΟΣΟΧΗ: Δεν πρέπει να συγχέεται το λατινικό ερωτηματικό (?) με το ελληνικό (;) και να χρησιμοποιείται αντ’ αυτού. Π.χ. είναι απαράδεκτο να γράφουμε: Τί κάνεις?
Το λατινικό ερωτηματικό χρησιμοποιείται ως έχει, μόνο σε πρωτότυπο ξενόγλωσσο κείμενο. Π.χ. γράφουμε: How are you?
Αποσιωπητικά
Τα αποσιωπητικά χρησιμοποιούνται για να δηλωθεί οποιαδήποτε παράλειψη λόγου, γραπτού ή προφορικού.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Τα αποσιωπητικά ως σημείο στίξης περιορίζονται στις τρεις τελείες.
Σε περίπτωση μακρού παραθέματος γραπτού λόγου οι παραλείψεις δηλώνονται με αποσιωπητικά κλεισμένα σε ορθογώνιες αγκύλες [...].
Δεν χρησιμοποιούνται τα αποσιωπητικά στη θέση του θαυμαστικού.
Με τα αποσιωπητικά δηλώνεται επίσης θαυμασμός, ειρωνεία, συγκίνηση, φόβος, δισταγμός, ντροπή, περιφρόνηση, απειλή κτλ., για όσα θα σημειωθούν αμέσων κατόπιν, π.χ.: «Μην ξανάρθεις αδιάβαστος, γιατί…» «Κι έπειτα… έπειτα όλα τέλειωσαν».
Αποσιωπητικά σημειώνουμε, σ’ ορισμένες περιπτώσεις, και μετά από θαυμαστικό ή ερωτηματικό, στις περιπτώσεις αυτές δείχνουν ένα σταμάτημα στην ομιλία, π.χ.: «Και τι δε θα ‘κανα!… Φτάνει να μ’ άφηνες.» «Πώς μας θωρείς ακίνητος;…»
Αποσιωπητικά χρησιμοποιούμε και στην περίπτωση δισταχτικής ομιλίας, χωρίς ν’ αποσιωπούμε τίποτα, προκειμένου να τονιστούν εκείνα που θ’ ακολουθήσουν.
Διαλυτικά
Τα διαλυτικά σημειώνονται πάνω από το «ι» ή το «υ» για να δείξουμε ότι το «ι» ή το «υ» πρέπει να τα προφέρουμε χωριστά από το προηγούμενο φωνήεν (α, ε, ο, υ), π.χ.: Θεϊκός, ευνοϊκός, παρανοϊκός, μυϊκός, ξεϋφαίνω, αϊτός, αϋπνία, οϊμέ κτλ.
Δε σημειώνουμε τα διαλυτικά όταν το προηγούμενο φωνήεν παίρνει τόνο (π.χ., νεράιδα, πλάι κτλ.)· και όταν δεν έχουμε δίψηφο φωνήεν (π.χ., διυλιστήριο, πρωί, Μωυσής κτλ.).
Αστερίσκος
Στο τέλος μιας λέξης δηλώνει παραπομπή σε υποσημείωση κειμένου. Σε φιλολογικά κείμενα στην αρχή μια λέξης δηλώνει ότι η λέξη είναι υποθετική. Κοντά σε μια χρονολογία δηλώνει τη γέννηση ενός προσώπου.
Υποδιαστολή
Σημειώνεται στην αναφορική αντωνυμία «ό,τι» (=καθετί, οτιδήποτε) και στο χρονικό σύνδεσμο ό,τι (= μόλις):
Ό,τι μου πεις θα το κάμω.
Ό,τι ήρθε.
Σ’ ένα δεκαδικό αριθμό χωρίζει το ακέραιο μέρος από το δεκαδικό: (3,14).
Απόστροφος
Σημειώνεται στην έκθλιψη: απ’ αυτά,
στην αφαίρεση: μου ‘πε,
στην αποκοπή: φέρ’ το.
Παράγραφος (§)
Στον γραπτό λόγο η πληροφοριακή και λογική συνοχή αφενός, η συλλογιστική αφετέρου πορεία ενός κειμένου αποτυπώνονται με παραγράφους. Μολονότι δεν υπάρχουν αυστηροί και απαράβατοι κανόνες για την έκταση της παραγράφου (σε συνοπτικότερα λ.χ. κείμενα δικαιολογούνται μικρότερης έκτασης παράγραφοι, ενώ σε συνθετότερα -επιστημονικά μελετήματα, αναλυτικά δοκίμια κ.τ.λ.- εκτενέστερες) πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορισμένες υποδείξεις συστατικού ή απαγορευτικού χαρακτήρα. Σ’ αυτόν τον σκοπό αποβλέπουν οι επόμενοι κανόνες:
1. Εφόσον δεν πρόκειται για διαλογικό κείμενο, απαγορεύεται να συμπίπτει η παράγραφος με τα όρια μιας μόνον πρότασης ή και απλής περιόδου. Αντιθέτως η σύνθετη περίοδος ορίζεται με παράγραφο, όταν ολοκληρώνει ένα μεριδιακό νόημα του κειμένου.
2.Σε συνοπτικότερα, δημοσιογραφικά κείμενα, πρέπει να αποφεύγονται αδικαιολόγητα μακροσκελείς παράγραφοι, που καταλαμβάνουν κάποτε ολόκληρη στήλη ή και σελίδα.
3.Ο αριθμός και η έκταση των παραγράφων ενός κειμένου θα πρέπει να αντιστοιχούν κατά κάποιον τρόπο στον προσχεδιασμό του, όπως τον συλλαμβάνει και τον αποτυπώνει σε πρόχειρο μνημόνιο ο συντάκτης του.
4. Θα πρέπει να αποφεύγεται σε ένα κείμενο η ασύνδετη παράταξη παραγράφων, με τις οποίες συστήνονται διαδοχικά νοήματα, συνδεόμενα μεταξύ τους με προφανή λογική σχέση: αντιθετική, αιτιολογική, συμπερασματική κ.τ.λ. Ο σύνδεσμος, που δηλώνει κάθε φορά τη λογική σχέση, προωθείται στην αρχή της παραγράφου, για να προϊδεάζει τον αναγνώστη ως προς τη νοηματική εξέλιξη ενός κειμένου.
5. Η ορθή ταξινόμηση ενός κειμένου σε παραγράφους εξασφαλίζει συγχρόνως οπτική ενάργεια αλλά και ρυθμική άνεση: ο αναγνώστης μπορεί αμέσως, βάσει της οπτικής εικόνας, να συλλάβει τη σύνταξη του κειμένου, ενώ συγχρόνως υποβοηθείται και στην ανάγνωση του, καθώς οι παράγραφοι ορίζουν τον ρυθμό του κειμένου, δηλώνοντας την αυξομείωση του αλλά και τις ενδιάμεσες ανάπαυλες του.
Συν, πλην (±)

Όταν βρίσκεται κοντά σε μια χρονολογία, σημαίνει το περίπου, τη μη βεβαιότητα σε σχέση με τη χρονολογία… (http://www.45dimpatras.gr/index.php/simeia-stiksis)

Δεν υπάρχουν σχόλια: